- παραπλαγιάζω
- παρα-πλᾰγιάζω,A go obliquely, v.l. in LXX 1 Ki.23.26, Hsch. :—[voice] Med., π. τῇ πληγῇ present oneself obliquely to . . , Sch.Od.5.440.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπλαγιάζω — ΝΑ νεοελλ. τοποθετώ κάτι πολύ πλαγίως αρχ. 1. πορεύομαι πλάγια, πηγαίνω λοξά 2. μέσ. παραπλαγιάζομαι παρέχω τον εαυτό μου πλαγίως σε κάτι … Dictionary of Greek
παραπλαγιάζει — παραπλαγιάζω go obliquely pres ind mp 2nd sg παραπλαγιάζω go obliquely pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλαγιάσας — παραπλαγιά̱σᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely fut part act fem acc pl (doric) παραπλαγιά̱σᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely fut part act fem gen sg (doric) παραπλαγιάσᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλαγιαζομένας — παραπλαγιαζομένᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely pres part mp fem acc pl παραπλαγιαζομένᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)